- ακέρατος
- ακέρατος, -η, -ο και άκερος, -η, -ο(για ζώα), αυτός που δεν έχει κέρατα· (για έντομα), αυτός που δεν έχει κεραίες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀκέρατος — without horns masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακέρατος — η, ο (Α ἀκέρατος, ον) [κέρας] 1. αυτός που δεν έχει κέρατα (για ζώα) ή δεν έχει κεραίες (για έντομα) … Dictionary of Greek
ἀκεράτοις — ἀκέρατος without horns masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκεράτου — ἀκέρατος without horns masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκεράτους — ἀκέρατος without horns masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκεράτων — ἀκέρατος without horns masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκέρατα — ἀκέρατος without horns neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκέρατοι — ἀκέρατος without horns masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακήρατος — ἀκήρατος, ον (Α) 1. άθικτος, ανέπαφος, ακέραιος 2. καθαρός, αγνός, ανόθευτος, άσπιλος, αμόλυντος, παρθενικός 3. ακούρευτος 4. αθέριστος 5. απαλλαγμένος από κάτι, απρόσβλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. *ἀ κέρα τος < ρίζα *κερα (πρβλ. κερα ΐζω, ἀ κέρα ιος). Η… … Dictionary of Greek
κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… … Dictionary of Greek